- παρακάλεση
- ηπαρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακάλεση — η [παρακαλώ] παράκληση, παρακάλεσμα … Dictionary of Greek
παρακαλέσῃ — παρακαλέω call to aor subj mid 2nd sg παρακαλέω call to aor subj act 3rd sg παρακαλέω call to fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
παράκληση — η 1. παρακάλιο, παρακάλεση, παρακάλεσμα: Οι παρακλήσεις της μητέρας του δεν τον έπεισαν να μείνει. 2. (εκκλησ.), ικεσία, δέηση προς τη Θεοτόκο, ανάγνωση παρακλητικού κανόνα: Ας κάνουμε και μια παράκληση για τον άρρωστό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακάλεσμα — παρακάλεσμα, το και παρακάλεμα, το βλ. παρακάλεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακάλι — παρακάλι, το και παρακάλιο, το η παράκληση, η παρακάλεση, το παρακάλεσμα: Με τα παρακάλια δε γίνεται τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)